- ξεροκοκκίνισμα
- το покраснение (от смущения, стыда);
§ τό ξεροκοκκίνισμα η προσωπίδα του δεν το ξέρει — этот человек стыда не знает
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τό ξεροκοκκίνισμα η προσωπίδα του δεν το ξέρει — этот человек стыда не знает
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεροκοκκίνισμα — το [ξεροκοκκινίζω] το κοκκίνισμα τού προσώπου από ντροπή, το ερύθημα τής αιδούς … Dictionary of Greek
ξεροκοκκίνισμα — το, ατος το κοκκίνισμα του προσώπου από ντροπή: Τα ξεροκοκκινίσματα δεν τα ξέρει η προσωπίδα του, είναι αδιάντροπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)