ξεροκοκκίνισμα

ξεροκοκκίνισμα
το покраснение (от смущения, стыда);

§ τό ξεροκοκκίνισμα η προσωπίδα του δεν το ξέρει — этот человек стыда не знает


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεροκοκκίνισμα" в других словарях:

  • ξεροκοκκίνισμα — το [ξεροκοκκινίζω] το κοκκίνισμα τού προσώπου από ντροπή, το ερύθημα τής αιδούς …   Dictionary of Greek

  • ξεροκοκκίνισμα — το, ατος το κοκκίνισμα του προσώπου από ντροπή: Τα ξεροκοκκινίσματα δεν τα ξέρει η προσωπίδα του, είναι αδιάντροπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»